Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος...

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο ποιμένας των ποιμένων...

Ο χρυσόλαλος, ο μελίρρυτος, ο αηδονόλαλος, ο πολυγραφότατος, ο ηδύφθογγος, ο μελιστάλαχτος, ο μελίφθογγος, ο ακάματος, ο διδακτικός, ο ερμηνευτής, ο Θεολόγος, ο Θεόσοφος, ο πολυεπίκαιρος, ο ευθύβολος, ο εύστοχος, ο ακριβής, ο ορθόφρων, ο παραινετικός, ο συγχωρητικός, ο εκκλησιαστικός, ο μυστηριακός, ο ευχαριστηριακός.


Ο αγαπημένος άγιος…

Δυο λόγια* για το ποιμαντικό έργο ετούτου του επιστήμονα της ιεροσύνης, ευγνωμοσύνης ένεκα…





Ο ποιμαντικός βίος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τις πηγές


Η Βυζαντινή ιστορία και χρονογραφία παραθέτει πολλαπλές αναφορές στο ποιμαντικό έργο του Χρυσοστόμου. Χαρακτηριστικά, ο Θεοφάνης ο Ομολογητής γράφει: «Ιωάννης δε, ο μέγας διδάσκαλος, κατεφώτησεν ου μόνον την εκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και Θράκης και Ασίας και Πόντου, ώστε και προ της αγίας εν Χαλκηδόνι συνόδου των εκκλησιών τούτων ο Κωνσταντινουπόλεως ήρχεν.»[1].

Ο εκκλησιαστικός Ιωάννης πρώτο διακόνημά του έχει εξ αρχής την διδασκαλία. Ως υπερασπιστής της ενότητας, ο πιστός στα δόγματα και τους κανόνες των Συνόδων[2], δεν παραβλέπει την Οικουμενική αποστολή του Θρόνου τον οποίο διακονεί-όπως φαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα-και «οργανώνει ιεραποστολές στη Σκυθία, την Περσία, την Κελτική, τη Φοινίκη και τη Γοτθία.»[3].

Είναι τόσο περισπούδαστο το έργο του που ο Σωκράτης ο Σχολαστικός δηλώνει πως δεν μπορεί να το αποσιωπήσει. «Επεί δε εκφανής ο ανήρ, εξ ων τε κατέλειπε λόγων, και εξ ων πολλοίς δεινοίς περιέπεσεν, […], και ως μετά θάνατον ετιμήθη μάλλον ή περιών.»[4].

Πρώτο μέλημα του Χρυσοστόμου η Εκκλησία, διότι δι αυτής διασώζεται η Αλήθεια και κατεργάζεται η Σωτηρία. Θεολόγος της Ευχαριστίας, την ταυτίζει με τον Μυστικό Δείπνο. «Ουκ ην η τράπεζα εξ αργύρου τότε εκείνη, ουδέ το ποτήριον χρυσούν, εξ ου έδωκε τοις μαθηταίς ο Χριστός το αίμα εαυτού, αλλά τιμία ην πάντα εκείνα και φρικτά, επειδή πνεύματος έγεμε.»[5]. «Ο τότε ταύτα ποιήσας εν εκείνω τω δείπνω, ούτως και νυν ταύτα εργάζεται. Ημείς υπηρετών τάξιν επέχομεν, ο δε αγιάζων αυτά και μετασκευάζων, αυτός.»[6].

Η ευχαριστηριακή, η μυσταγωγική, η θυσιαστική, η λατρευτική έννοια της Εκκλησίας, βρίσκουν στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου τον άριστο διάκονο. Επεμβαίνει «προσθετικά και διαμορφωτικά στην πολύ διαδεδομένη αντιοχειανή Λειτουργία»[7].

Ακόμη, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Σωκράτης, για να αντιμετωπίσει την συνήθεια των Αρειανοφρόνων που εγύριζαν στους δρόμους ψάλλοντας τις νύχτες, «Ηύξησε δε πρώτος και τας περί τους νυκτερινούς ύμνους ευχάς εξ αιτίας τοιάσδε.»[8].

Διδάσκει και με τον βίο και με τον λόγο του. «Ιωάννης ο Χρυσόστομος πολύς ην εν βίω και λόγω και θείοις χαρίσμασι διαλάμπων και ακριβής περί πάσαν αρετήν. Τούτον ηγάπα πας ο λαός οικοδομούμενος σφόδρα ταις διδασκαλίαις αυτού, οι δε ζώντες ασώτως απεστρέφοντο αυτόν, οι και εις τον κατ΄αυτού πόλεμον συνήργησαν.»[9].

Ο ίδιος αποφεύγει την θεωρία που δεν συμβαδίζει με την πράξη. «Τι εν τοις λόγοις φιλοσοφών, εν τοις έργοις ουδέ το μέτρον φυλάττεις;»[10]. Ως ποιμαντικά παραδείγματα προβάλλονται από τον Χρυσόστομο οι άγιοι της Εκκλησίας μας. «ο μέγας Ιωάννης ο της βασιλίδος αρχιερεύς εγκώμια εις τους αγίους συντιθείς, φάσκων ότι ημείς δια των γραφών, της των αγίων απολαύομεν παρουσίας, ουχί των σωμάτων αυτών τας εικόνας έχοντες, αλλά των ψυχών: τα γαρ παρ’ αυτών ειρημένα, των ψυχών αυτών εικόνες εισίν,»[11]





Υπόδειγμα αρετής, νουθετεί τον λαό σε μετάνοια και επιτιμά όσους επιλέγουν τον άσωτο βίο, κληρικούς και λαϊκούς, ισχυρούς και αδύναμους, χωρίς να αποθαρρύνεται από τον πόλεμο που εξαπολύουν εναντίον του οι αντίπαλοί του. «Ότι ου προς τους εν τω κλήρω μόνον Ιωάννης αλλά και προς τους εν τέλει διεφέρετο: και περί Ευτροπίου του ευνούχου. Έως μεν ουν τω κλήρω μόνω προσέκρουεν, ασθενής ην η σκευωρούμενη κατ’ αυτού μηχανή: επειδή δε και πολλούς των εν τέλει πέρα του προσήκοντος εξελέγχειν επειράτο, τηνικαύτα και ο κατ’ αυτού φθόνος πλείων εξήπτετο.»[12]

«Δια την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού»[13], άλλος ένας Ιωάννης θα ακολουθήσει το δρόμο της εξορίας. Αυτοθυσία και αυταπάρνηση χάριν της Αλήθειας. Η πράξη του συγκλονίζει, καυτηριάζει και εν τέλει ενώνει τους πιστούς του Χριστού.

Λίγο πριν την αρχή του τέλους, οι πιστοί στον Χρυσόστομο επίσκοποι, συγκεντρωμένοι στην μεγάλη αίθουσα, το τρίκλινον, του επισκοπείου, βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία και φόβο. Ο ίδιος ήταν αποφασισμένος για όλα. Ένοιωθε ότι πορεύεται προς την θυσία. Ζήτησε απ’ όλους να τον θυμούνται στις προσευχές τους. Όπως πάντα προέτρεψε τους πάντες σε προσευχή. «Ου μικρόν δε τούτο, τω φιλανθρώπω προσπίπτειν Θεώ.»[14]. Επανέλαβε ότι δεν πρέπει ν’ αφήσουν τις επισκοπές τους και προπαντός υπογράμμισε ότι η ορθή διδασκαλία δεν άρχισε με αυτόν, ότι μεγάλοι και μικροί προφήτες φονεύθηκαν, απόστολοι καρατομήθηκαν και πολλοί έπαθαν πολλά χάριν της πίστεως. Προέτρεψε τους υποστηρικτές τους, προς αποφυγήν του σχίσματος, να κοινωνήσουν με τους αντικανονικούς επισκόπους, χωρίς να υπογράψουν καμία από τις εναντίον του κατηγορίες. «κοινωνήσατε μεν, ίνα μη σχίσητε την εκκλησίαν, μη υπογράψητε δε, ουδέν γαρ εμαυτώ σύνοιδα άξιον καθαιρέσεως εννοήσας.»[15].

Πρόσκληση σε προσευχή και κοινωνία όλος ο βίος του αγίου. Πρώτη και έσχατη έννοια η ενότητα, η Αλήθεια της Εκκλησίας. «Καίτοι γε πολλοί ουχί τράπεζα μόνον, αλλά και το της πόλεως είναι μίας ήρκεσεν εις φιλίαν. Ημείς δε, όταν και πόλιν την αυτήν έχωμεν, και οικίαν την αυτήν, και τράπεζαν, και οδόν, και θύραν, και ρίζαν, και ζωήν, και κεφαλήν, και ποιμένα τον αυτόν, και βασιλέα, και διδάσκαλον, και κριτήν, και δημιουργόν, και πατέρα, και πάντα ημίν η κοινά, τίνος αν είημεν συγγνώμης άξιοι, απ’ αλλήλων διαιρούμενοι;»[16].

Ποτέ το ψέμα, ποτέ το προσωπικό όφελος και η ασφάλεια για τούτον τον «επιστήμονα της ιερωσύνης»[17].





Ο πάπας της Ρώμης Ιννοκέντιος, ακούγοντας την είδηση της κοίμησης του αγίου στην εξορία, σε επιστολή του προς τον Βασιλέα Αρκάδιο, γράφει: «Φωνή αίματος του αδελφού μου Ιωάννου βοά προς τον Θεόν κατά σου, βασιλεύ, ως ποτέ Άβελ του δικαίου κατά του αδελφοκτόνου Κάιν. Και πάντως εκδικήσεται παντοιοτρόπως, ότι διωγμόν άδικον κατά της Εκκλησίας του Θεού και των ιερέων αυτού συνεστήσω εξέωσας τον μέγα της Εκκλησίας φωστήρα τε και διδάσκαλον εκ του θρόνου της επισκοπής αυτού παρανόμως τε και ακρίτως συνεκδιώξας αυτώ και τον Χριστόν.»[18].

Ο Γεώργιος Μοναχός, μας παραδίδει μια ιστορία που διαφύλαξε σε πολλές παραλλαγές η γεροντική παράδοση.

Ήταν, λέει, ένας μοναχός που το όνομά του ήταν Αδέλφιος, ο οποίος πολύ λυπόταν που ο μεγάλος διδάσκαλος και φωστήρας της οικουμένης κοιμήθηκε διωγμένος από τον θρόνο του. Παρακαλούσε καθημερινά με δάκρυα, ο Αδέλφιος, τον Θεό για να του δείξει που βρισκόταν-σε ποια κατάσταση-ο Χρυσόστομος και εάν είχε αναπαυθεί μετά των Πατριαρχών. Κάποια στιγμή εισακούστηκαν οι προσευχές του μοναχού και Άγγελος Κυρίου τον άρπαξε από το χέρι και τον μετέφερε εκεί που αναπαύονται οι Πατριάρχες. Με θλίψη όμως διαπίστωσε πως, ενώ συνάντησε έναν προς έναν τους αγίους και τους εγνώρισε με τα ονόματά τους, τον Κωνσταντινουπόλεως τον μέγα Ιωάννη δεν τον είδε. Η λύπη του ήταν τόση που ρώτησε τον Άγγελο γι αυτόν κι εκείνος του απάντησε: «Άνθρωπος εκείνον εν σαρκί ων ιδείν ου δύναται, εκεί γαρ παρίσταται όπου ο θρόνος ο Δεσποτικός.»[19].

Στο πλάι του Δεσπότη Χριστού τοποθετεί, όχι άδικα, η παράδοση τον Ιωάννη. Θέση που επεφύλαξε και για τον μέγιστο ασκητή Αντώνιο. Τόσο λαμπρός, ασκητικός και ‘’ανεπίληπτος’’ ιεράρχης θεωρήθηκε ο Χρυσόστομος από την εκκλησιαστική συνείδηση-όπως ακριβώς ορίζουν οι ι. κανόνες-αναγκάζοντας τους εχθρούς του να αποκαταστήσουν το όνομά του στα δίπτυχα της Εκκλησίας, προς αποφυγήν της μόνιμης διαιρέσεως του σώματος, αφού η εκκλησιαστική συνείδηση ποτέ δεν ‘’διέγραψε’’ τον Ιωάννη από τους οδηγούς και φωστήρες της. «Το γαρ ανεπίληπτον εκδικεί η καθολική εκκλησία.»[20].

*απόσπασμα εργασίας μου για τον ι. Χρυσόστομο, η οποία εκπονήθηκε στην Θεολογική Σχολή στα πλαίσια του μαθήματος της Ποιμαντικής.



[1] Θεοφάνους Ομολογητού, 77.4-8.

[2] Β΄ Οικουμενική Σύνοδος γ΄ κανών, Περί προνομίων Κωνσταντινουπόλεως.

[3] Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Οι εννέα λόγοι περί Μετανοίας, Εισαγωγή και απόδοση στη νεοελληνική Φώτιος Ι. Μαλαίνος, Σειρά: Η φωνή των Πατέρων μας, Έκδοση β΄, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2002, Εισαγωγή, σ. 9.

[4] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, TLG, 6.3.37-42.

[5] Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Oμιλίαι εις Ματθαίον, TLG, 58.508.42-46.

[6] Αυτόθι, 744.29-32.

[7] Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, σ. 143.

[8] Σωκράτους Σχολαστικού, 6.7.93-94.

[9] Θεοφάνους Ομολογητού, 77.36-78.4.

[10] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λ΄ ομιλία στις Πράξεις, TLG, 60.349-351.

[11] Νικηφόρου Πατριάρχη, TLG, 116.8-13.

[12] Σωκράτους Σχολαστικού, 6.5.1-6.

[13] Αποκ. α΄ 9.

[14] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Επιστολή 113 Τω Παλλαδίω Επισκόπω, TLG, 669.29-30.

[15] Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Διάλογος …περί βίου…Ιωάννου του Χρυσοστόμου, TLG, 47.14-16.

[16] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλίαι εις Ματθαίον, 57.386.36-43.

[17] Αυτόθι, 29.24.

[18] Γεωργίου Μοναχού, Χρονογραφία, TLG, 736.9-17.

[19] Αυτόθι, 737.47-49.

[20] Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, θ΄κανών, Περί των ανεξετάστως χειροτονούμενων πρεσβυτέρων.



Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αγιογραφώντας την Θεοτόκο - κείμενο της αγιογράφου Μαρίας Σκηνίτη

Ο εικονογραφικός τύπος της Θεοτόκου εικονίζεται στον χώρο της Εκκλησίας στο τέμπλο του Ναού και μέσα στο Ιερό σαν πλατυτέρα, μεσολαβήτρια ανάμεσα στους ανθρώπους και τον Χριστό. Όλοι οι εικονογραφικοί τύποι της Θεοτόκου είναι παραλλαγή της Πλατυτέρας και της Οδηγήτριας. Η παράδοση θέλει τον Απόστολο Λουκά να την ζωγραφίζει πρώτος. Το «σοβαρό και γλυκό εικόνισμα», όπως αποκαλεί ο Φώτης Κόντογλου την εικόνα Της, δεν έχει κανέναν εικαστικό χαρακτήρα. Το πρόσωπό Της λεπτό, με βλέμμα που χαρακτηρίζεται από χαρμολύπη, μακριά λεπτά φρύδια σε σκουροκόκκινη απόχρωση, λεπτή μύτη, μικρό στόμα και ο κεκρύφαλος, το μαντήλι δηλαδή, κρύβει τα μαλλιά της. Λαιμός μακρύς, λεπτά χέρια και μικρά αυτιά. Τα γεμάτα χαρμολύπη μάτια Της κοιτάζουν με αγάπη και εγκαρτέρηση, η λεπτή μύτη δείχνει ευθύτητα και αρχοντιά, τα λεπτά χείλη, εγκράτεια και σοβαρότητα. Τα καλυμμένα μαλλιά, σωφροσύνη και σεμνότητα. Το χρώμα του ρούχου Της, βαθύ κόκκινο. Τρία αστέρια που φέρει πάντα, ένα στο κεφάλι

Γενεές δεκατέσσερεις ή τι γυρεύουν μερικές πόρνες και μοιχαλίδες στην γενεαλογία του Ιησού;

Γιατί στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφέρονται ανάμεσα σε τόσους άνδρες και τέσσερεις προγόνισσες του Ιησού; Υπάρχει κάτι που «δεν πάει καλά» με εκείνες; Μήπως κάτι θέλει να μας πει ο Ευαγγελιστής και βεβαίως η Εκκλησία που επέλεξε να διαβάζεται αυτό το απόσπασμα μια Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα; Την Κυριακή προ των Χριστουγέννων η Εκκλησία τιμά τους άγιους προπάτορες, την γενεαλογία του Χριστού. Από Αδάμ την διαβάζουμε στον Λουκά και από Αβραάμ στον Ματθαίο. Το Ευαγγέλιο του Λουκά ξεκινά από τον Ιωσήφ τον μνηστήρα της Μαρίας, αναφερόμενο στις γεννήσεις: «Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος, ὤν, ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς Ἰωσήφ, τοῦ Ἡλί» [1] και του του Ματθαίου από τον Αβραάμ: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ». [2] Στόχος βεβαίως των Ευαγγελιστών, οι οποίοι πρώτα απευθύνουν τα κείμενά τους στις κοινότητες των εξ Ιουδαίων Χριστιανών, είναι να πείσουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας και ότι στο πρόσωπό Του εκπληρώνονται οι προφητείες τη