Βαϊφόρος Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι, ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες! Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει. Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα, τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα, νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα! Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει (ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει) σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση! Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . . καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . . νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι, τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι. Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι, μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι, (ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι. Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη, ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ, ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ. Κι᾿ ὁ...